- δόξασαν
- δοξάζωthinkaor ind act 3rd pl (homeric ionic)δόξᾱσαν , δοκέωexpectaor part act fem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δοξάσαν — δοξάζω think aor part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… … Dictionary of Greek
Φαρμάκης, Ιωάννης — (Μπλάτσι, Δυτική Μακεδονία 1772 – Κωνσταντινούπολη 1821). Φιλικός και οπλαρχηγός. Στην ιδιαίτερη πατρίδα του κατείχε το αρματολίκι της περιοχής και από την οικογένειά του (των Χατζή Φαρμάκηδων) προέρχονταν οι δημογέροντες του χωριού. Μετά την… … Dictionary of Greek